ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ!!




Η φωτογραφία που δημοσιεύουμε έχει τραβηχτεί στις 3/06/2008. Το μαρτυρικό εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας Μαυροματίου γκρεμίζεται. Πέτρες από την οροφή έχουν πέσει μπροστά στην Αγία Τράπεζα! Μήπως ο κ. Δήμαρχος με το συμβούλιό του, αγνοούν ότι η Αγία Σωτήρα είναι ένα τεράστιο μνημείο; Δε φτάνουν όσα εγκλήματα –και θα μιλήσουμε γι’ αυτά σύντομα- έχουν γίνει κατά καιρούς στο προαύλιο, πάνω και μέσα στην Αγία Σωτήρα; Πρέπει να αφήσουμε αυτό το μνημείο να γκρεμίσει από μόνο του επειδή ίσως δεν διαθέτουμε την απαιτούμενη ευαισθησία και ίσως την στοιχειώδη γνώση περί τίνος πρόκειται;
Κύριοι, η Αγία Σωτήρα Μαυροματίου είναι ένα ιερό σύμβολο για όλους τους Έλληνες.
Έχετε υποχρέωση να το διατηρήσετε.
Αυτά προς το παρόν. Θα επανέλθουμε.

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά (5)

Λίγο πάνω από την εκκλησία της Παναγίας, ήταν η μικρή πλατεία των Σκούρτων, με τρεις τέσσερις καφενέδες τριγύρω. Το πατρικό σπίτι του Θανάση Σκουρτανιώτη, ήταν πολύ κοντά σε αυτή τη πλατεία. Ένα μακρινάρι πέτρινο ισόγειο, με όψη στην ανατολή και κεραμίδια γεμάτα πράσινα βρύα. Ένα μεγάλο μέρος της αυλής ήταν πλακόστρωτο κάτω από μια τεράστια συκιά. Εκεί έμενε ακόμα με τη μάννα, τη γυναίκα και όλα του τ’ αδέρφια. Παντρεύτηκε με το έμπα της επανάστασης και δε βρήκε καιρό να φτιάξει το δικό του σπίτι. Από την άλλη βέβαια, ήταν ο πρωτότοκος και σύμφωνα με τα έθιμα, έπρεπε αυτός να μείνει στο πατρικό, όταν κάποτε θα παντρεύονταν όλα του τ’ αδέρφια. Οι χρόνοι όμως της φωτιάς, δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες, αφού ο Κώτσιος ήταν ήδη παντρεμένος, είχε ένα τρίχρονο γιο το Παναγή και έμενε κι αυτός με τη γυναίκα του στο ίδιο σπίτι.
Λίγο έξω απ’ το χωριό οι Σκουρτανιώτες είχαν τα μαντριά τους. Ένα κοπάδι με καμιά τριακοσαριά πρόβατα και γίδια . Οι Σκουρτανιώτες από παράδοση, δεν ήταν πλούσιοι με γρόσια. Αλλά ποτέ από το σπίτι τους δεν έλειπε το κρέας, το τυρί, το γάλα και το μαλλί. Και επειδή πάντα είχαν πλεόνασμα σε αυτά, τα αντάλλασαν με αλεύρι, λάδι, κρασί, ρούχα, ακόμη και κοσμήματα. Από αυτή την άποψη βέβαια, ήταν και αισθάνονταν πλούσιοι.
Από τη στιγμή όμως που ο Θανάσης έγινε αρχηγός του αποσπάσματος των Δερβενοχωρίων και αφού στο απόσπασμα μετείχαν τα περισσότερα από τ’ αδέρφια του, έπεφταν και κάποιοι ψωρομισθοί, που είχαν δώσει στο Σκουρτανιωτέικο μια κάποια άνεση τα τελευταία χρόνια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι διάφορες επιθέσεις σε τούρκικες εφοδιοπομπές, τους βοηθούσαν ενίοτε με διάφορα. Με όπλα, πυρομαχικά, ιματισμό, τρόφιμα, άλογα, κάποιες φορές ακόμα και με γρόσια, αν και σε όλα αυτά η μοιρασιά γινόταν με όλους τους πολεμιστές του αποσπάσματος. Πολλές φορές κιόλας, ειδικά ιματισμό και τροφές, ο Θανάσης τα μοίραζε σε πολύ φτωχές οικογένειες των Δερβενοχωρίων που ήξερε ότι είχαν μεγάλη ανάγκη. Δεν ήταν επίσης λίγες οι περιπτώσεις ειδικά τελευταία, που οι Σκουρτανιώτες έδιναν ακόμη κι απ’ τη τσέπη κι από τα ζωντανά τους, για να διατηρήσουν το στράτευμα του αδερφού τους, άρα το κύρος τους, σε υψηλά επίπεδα. Αυτά βέβαια, όταν οι μισθοί και οι τροφές από τη κυβέρνηση αργούσαν ή δεν έρχονταν καθόλου. Έτσι, ένα κοπάδι που έφτανε πριν την επανάσταση κοντά στα οχτακόσια ζωντανά, τελευταία είχε τόσο αποδυναμωθεί, που μόλις και μετά βίας έφτανε τα τριακόσια.
Την ευθύνη βέβαια του κοπαδιού, την είχε εδώ και χρόνια ο Λουκάς, ο δευτερότοκος γιος της Αγαθής. Ήταν ο μόνος που δε μετείχε στα στρατιωτικά των αδερφών του και έδειχνε να μη τον απασχόλησαν ποτέ, όσα πολεμικά και ανατρεπτικά συνέβαιναν γύρω του. Στα τριάντα ένα του, ήταν ευτυχισμένος με το κοπάδι και ο παράδεισός του ήταν οι βοσκές και τα μαντριά του. Από κάθε άποψη χρήσιμος όμως ο Λουκάς, γιατί καθώς οι άλλοι ήταν μπλεγμένοι σε μάχες και το πόλεμο, εκείνος πρόσεχε το σπίτι και φρόντιζε μη λείψει τίποτα στη μάνα, στις νύφες και στα δύο μικρά του ανήψια.

Ο Θανάσης από την άλλη, έχαιρε καθολικής εκτίμησης στα Δερβενοχώρια και όχι μόνο. Σκληρός στη μάχη μα πράος, δίκαιος και συνετός στην ειρήνη με τους αμάχους. Προστάτης των Δερβενοχωρίων χρόνια, δεν άφησε να πατήσει το τόπο του τούρκικο ποδάρι. Πριν την επανάσταση, οι σχέσεις του με τους Τούρκους της Θήβας ήταν άριστες. Εκείνος ήταν που με το απόσπασμά του, μία φορά το χρόνο μετέφερε το μικρό συμβολικό φόρο των Δερβενοχωριτών στους Τούρκους της Θήβας. Το πρωτόκολλο της εθιμοτυπικής αυτής ετήσιας συνάντησης, προέβλεπε να θέτει ο Σκουρτανιώτης στην άκρη του σπαθιού του το πουγκί με τον φόρο των Δερβενοχωριτών και μπροστά στον μπέη να λέει:
-Τα Δερβενοχώρια τηρούν το λόγο τους, το Βιλαέτι, τον τηρεί;
Η συμφωνία Δερβενοχωριτών και Τούρκων εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ήταν κάθε χρόνο να στέλνουν στους Τούρκους αυτό το συμβολικό φόρο και οι Τούρκοι με τη σειρά τους να μη πατάνε εκεί, παραχωρώντας τους διοικητική και πολιτική αυτονομία. Με λίγα λόγια να τους αφήνουν εντελώς ήσυχους κι ελεύθερους.
-Τον τηρεί και το Βιλαέτι, απαντούσε χαμογελώντας ο Τούρκος μπέης και ακολουθούσε τραπέζι στον καπετάνιο των Δερβενοχωρίων και τους συντρόφους του.
Όπως ήταν φυσικό κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Σκουρτανιώτης είχε αναπτύξει προσωπικές και φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Θήβας. Σχέσεις που φρόντιζε να αξιοποιήσει και να εκμεταλλευτεί προς όφελος των συμπατριωτών του. Και πράγματι. Μετά από συμφωνίες μαζί τους, συμφωνίες που έγιναν μεταξύ τύρου και αχλάδου, πήρε το ελεύθερο να φεύγει όποτε θέλει από τα Δερβενοχώρια με το απόσπασμά του, να κατεβαίνει στον ανατολικό κάμπο της Βοιωτίας για να ελέγχει και να απελευθερώνει τις διόδους από τους ληστές που λυμαίνονταν χρόνια τη περιοχή. Σε αντάλλαγμα οι Τούρκοι, θα επέτρεπαν στους Δερβενοχωρίτες να μπαίνουν στη πόλη της Θήβας για να πουλάνε τα προϊόντα τους, κάτι που για πολλά χρόνια ήταν απαγορευμένο στους αρβανίτες.
Και έτσι έγινε. Πολύ σύντομα ο Σκουρτανιώτης καθάρισε τη περιοχή και άφησε ελεύθερες τις διόδους για τις συγκοινωνίες της εποχής και το εμπόριο. Ο Σκουρτανιώτης όμως κέρδισε ακόμα κάτι πολύ σημαντικό. Με παρέμβασή του άρχισαν τα Δερβενοχώρια να καλλιεργούν και σιτάρι. Μέχρι τότε, επειδή ο σπόρος ήταν σπάνιος, κάποιοι Δερβενοχωρίτες παραμόνευαν τις ημέρες της σποράς στο βουνό και παρακολουθούσαν ποια χωράφια έσπερναν οι Τούρκοι στο κάμπο. Τη νύχτα λοιπόν κατέβαιναν και μάζευαν λίγο χώμα από το σπαρμένο χωράφι ελπίζοντας να έχει μέσα αρκετούς σπόρους. Γέμιζαν μισό, ένα σακί όσο μπορούσε ο καθείς να κουβαλήσει. Έριχναν λοιπόν αυτό το χώμα σε ένα καλό σημείο στα Δερβενοχώρια και περίμεναν να φυτρώσουν μερικά στάχια. Αυτά τα στάχια τα κρατούσαν για να τα σπείρουν πάλι την επόμενη χρονιά. Αυτό συνεχιζόταν δύο, τρία ή και τέσσερα χρόνια μέχρι να πάρουν κάποια ικανοποιητική σοδειά καθαρά για οικογενειακή χρήση, πράγμα δύσκολο βέβαια, γιατί το συγκεκριμένο σιτάρι ήταν καμπόσταρο και δεν είχε μεγάλη τύχη στις ορεινές συνθήκες και το χώμα των Δερβενοχωρίων. Ο Σκουρτανιώτης και οι δημογέροντες λοιπόν, γνωρίζοντας τη μεγάλη τους ανάγκη για σιτάρι, κατόρθωσαν να πείσουν και να πάρουν από τους Τούρκους τριακόσια σακιά βλαχόσταρο, ειδικό και ανθεκτικό σε ορεινές περιοχές, για να σπείρουν, αρκεί το καλοκαίρι να επέστρεφαν τα διπλάσια σακιά. Εκείνη τη χρονιά σπάρθηκαν γύρω στα επτακόσια στρέμματα σιτάρι στα Δερβενοχώρια, δίνοντας στο τέλος δύο χιλιάδες εκατό σακιά, από τα οποία έδωσαν στους Τούρκους τα εξακόσια και τα άλλα τους έμειναν για να τα ξανασπείρουν και να αρχίσει σιγά σιγά η καλλιέργεια του βλαχόσταρου στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων, καλλιέργεια που θα μείωνε κατά πολύ τις εξωτερικές ανάγκες τους σε αλεύρι και ψωμί.
Αυτές οι επιτυχίες, ανέβασαν όχι μόνο στα μάτια των Δερβενοχωριτών το νεαρό καπετάνιο, αλλά και στα μάτια των ίδιων των Τούρκων. Για πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες, η γύρω περιοχή καθάρισε από ληστές, αφήνοντας ανοιχτούς τους δρόμους για ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Οι Δερβενοχωρίτες με τον Θανάση Σκουρτανιώτη άρχισαν να νιώθουν σιγουριά και ασφάλεια. Ακόμα κι οι Τούρκοι. Ειδικά της Θήβας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι Δερβενοχωρίτες δεν είχαν ουσιαστικούς λόγους να τα βάλουν μαζί τους. Έχοντας εξασφαλίσει μοναδικά προνόμια για την εποχή, υπό τη σκέπη ενός άγρυπνου νεαρού καπετάνιου που είχε τάξει σκοπό της ζωής του να τους προστατεύει, ζούσαν εν ειρήνη και προόδευαν.
Εδώ βρίσκει το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης τα Δερβενοχώρια.
Επανάσταση για κείνους σήμαινε τεράστια αβεβαιότητα και σοβαρότατος κίνδυνος. Κανένας δε μπορούσε να εγγυηθεί τη συγκεκριμένη στιγμή, ότι η επανάσταση θα ήταν επιτυχής. Στην αντίθετη περίπτωση, οι Δερβενοχωρίτες θα έχαναν όχι μόνο τα κεκτημένα, αλλά ίσως και την ίδια τους την ύπαρξή. Γι’ αυτό, φυσικό είναι να υπήρχαν τυχόν διχογνωμίες και δισταγμοί στους απλούς κατοίκους των Δερβενοχωρίων, όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στο ξεσηκωμό. Διχογνωμίες και δισταγμοί όμως, που ο Σκουρτανιώτης, αποδεικνύοντας το τεράστιο μέγεθος της προσωπικότητάς του παρ’ όλο το σχετικά νεαρό της ηλικίας του, δεν άφησε ν’ ανθίσουν. Είναι μόλις είκοσιοκτώ ετών, μα από τις πρώτες μέρες υψώνει τη σημαία της επανάστασης, ξεσηκώνοντας, χαρακτηρίζοντας και φέρνοντας προ τετελεσμένων γεγονότων τα Δερβενοχώρια. Πολύ σύντομα μάλιστα, προβαίνει σε μία τεράστιας σημασίας συμβολική αλλά και ουσιαστική πράξη. Μια πράξη που μάλλον δεν της έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία από τους ιστορικούς. Γιατί άραγε;
Μαζί με το Μελέτη Βασιλείου από τη Χασιά, υπό την αρχηγία του Λιβαδείτη οπλαρχηγού Δήμου Αντωνίου, απελευθερώνουν την Αθήνα και πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακρόπολη.
Η Ακρόπολη!
Δύο χιλιάδες χρόνια μετά!
Αν ο Σκουρτανιώτης έμεινε στην ιστορία για το ολοκαύτωμα του Μαυροματίου, αυτό οφείλεται στη δραματικότητα του συγκεκριμένου γεγονότος και εν μέρει τον αδικεί. Η άλλη τεράστια πράξη του, ήταν ότι αποτελεί τον έναν από τους τρεις πρώτους αρχηγούς, που επιτέθηκαν σε μια Αθήνα, σκλαβωμένη και ξεχασμένη για δύο χιλιάδες και πάνω χρόνια. Μια Αθήνα παρατημένη στο έλεος των τριών κατά σειρά κατακτητών της. Ρωμαίων, Βυζαντινών και Οθωμανών*. Μια Αθήνα που αριθμεί εκείνη την εποχή μόλις δεκαοχτώ χιλιάδες κατοίκους. Που αν ο πρώτος κατακτητής την θαύμασε, την λήστεψε και προσπάθησε να την μιμηθεί, που αν ο δεύτερος την φθόνησε και προσπάθησε να την εξαφανίσει, ο τελευταίος αδιαφόρησε εντελώς για την ιστορία της. Και πουλούσε μπιρ παρά στους Έλγιν τα ανεπανάληπτα γλυπτά της, αδυνατώντας καν να συλλάβει το μεγαλείο και την ουσία της.
Αυτοί η τριανδρία όμως, ανάμεσά τους και ο Θανάσης Γάτσης ή Σκουρτανιώτης απ’ τα Δερβενοχώρια Βοιωτίας, κατηφορίζουν με τα αποσπάσματά τους, έχοντας πλήρη επίγνωση του στόχου τους. Να απελευθερώσουν για πρώτη φορά την Αθήνα μετά από είκοσι περίπου αιώνες!
Και χρεώνονται ακόμα την αξιοζήλευτη πράξη, να σηκώσουν δίπλα στο ήδη αναρτημένο από την Αγία Λαύρα σύμβολο του χριστιανικού σταυρού, το άλλο μεγαλοπρεπές σύμβολό της ελληνικής επανάστασης.
Την Ακρόπολη.



*Ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και Λατίνων ή Φράγκων από τις Σταυροφορίες

(συνεχίζεται)