ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά (2)

(λογοτεχνική απόπειρα του ολοκαυτώματος)

Πήρε το δρόμο για το αγαπημένο του μέρος. Από μικρό παιδί σαν ήθελε να σκεφτεί και να ηρεμήσει, εκεί πήγαινε. Πάνω σε έναν βράχο παρατηρητήριο δυτικά του χωριού, στην κακοτράχαλη κορυφογραμμή που από κει, μπορούσε να αντικρύσει το κάμπο χαμηλά, βόρεια των Δερβενοχωρίων.
Δεν έκανε πάνω από ένα τέταρτο να φτάσει, έτσι γοργός που ήταν.
Άκουσε το συνθηματικό σφύριγμα του άντρα που είχε την ευθύνη να ελέγχει την δίοδο στα Δερβενοχώρια από τη Λιάτανη και το Κλειδί. Ανταπέδωσε το σφύριγμα και σε λίγο είδε το Ντούσια να εμφανίζεται χαμογελαστός πάνω σε έναν βράχο με το τεράστιο καριοφίλι του στο χέρι.
«Τσ’ μπν καπετάνιο; Τσι μπόρε γκα κουτού; » (Τι κάνεις καπετάνιο, τι έχασες από δω;) του είπε σε άψογα αρβανίτικα αστειευόμενος.
«Νι νούσε με στεφάν» (Μία νύφη με στεφάνι) ανταπέδωσε το αστείο εκείνος.
Ο Ντούσιας γέλασε και πήδησε απ’ το βράχο, ερχόμενος προς αυτόν. Μαζί με το καριοφίλι, κρατούσε κι ένα σκοτωμένο λαγό. Σε λίγο συναντήθηκαν.
«Πώς πάει;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Ησυχία καπετάνιο, πουλιά πετούμενα μόνο»
«Και λαγοί πετούμενοι! Σούχω πει να μη ρίχνεις ντουφέκι Ντούσια όταν είσαι προφυλακή! Στόχω πει χίλιες φορές!» είπε ο Θανάσης αυστηρά.
«Τι νάκανα καπετάνιο, αφού μου πήδησε μπροστά. Θα γέλαγε με μένα!» είπε απολογητικά ο άλλος.
«Τράβα στο χωριό Ντούσια. Θα μείνω εγώ καναδυό ώρες. Τράβα και μη ξαναρίξεις σε λαγό, όταν φυλάς το χωριό. Προδίδεις τη θέση σου!»
«Καλά καπετάνιο» είπε εκείνος κάπως πειραγμένος και κίνησε να φύγει.
Μετά από λίγα μέτρα, σταμάτησε, πασπάτεψε ευχαριστημένος το λαγό και τον έκοψε στη πλάτη.
«Θα σου φυλάξω μια μερίδα καπετάνιο!» φώναξε και συνέχισε το δρόμο του σφυρίζοντας κεφάτος.


Ο Θανάσης κάθισε δίπλα στο βράχο κι ατένισε το κάμπο. Ένα κάμπο που τον γνώριζε καλά γιατί μέσα του, έπαιζε χρόνια κλεφτοπόλεμο με τους Τούρκους της Χαλκίδας και τους ληστές που λυμαίνονταν τη περιοχή. Τα χωριά κάτω, τα ήξερε με κλειστά μάτια και είχε φίλους παντού. Το Κουμπίτσα και Κοτζάνη που ήταν πιο κάτω προφυλακή από τη Λιάτανη. Το Μπουγέσα το Σταμάτη πάλι από τη Λιάτανη. Δεν ήταν πολεμιστής ο Μπουγέσας. Αλλά το σπίτι του ήταν πάντα φιλόξενο και εκείνος βοηθούσε με κάθε τρόπο στις εξορμήσεις τον ίδιο και τους άντρες του. Με αλεύρι, τυρί, ακόμα και σφαχτά. Κι άλλους. Το Γεωργίου και το Τόλια απ' το Σχηματάρι που τους είχε μαζί του ως πολεμιστές όταν κατέβαινε, το Κότα το Φράγκο από τα Χάλια, τον Αθανασίου από το Χλεμποτσάρι, το Μπλάνα το Κώτσο και το Μήτρο Μπελεγράτη από το Μπράτσι, το μπουλουξή* Αναστάση Νταούτη από τις Μουσταφάδες κι ένα σωρό άλλους. Λεβέντες όλοι τους κι αδέρφια στον αγώνα.
Ο τόπος του!
Που τον ονειρευόταν λεύτερο! Μη το πατάει Τούρκικο ποδάρι.

Ήταν συννεφιασμένο το απόγευμα. Ένα ψυχρό αεράκι ερχόταν απ’ το βοριά, υπενθυμίζοντάς του, πως σε λίγο θα έμπαινε άλλος ένας χειμώνας. Και πάντα ήταν δύσκολοι οι χειμώνες στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων. Με αφόρητο κρύο και πολύ χιόνι. Έβγαλε από το κόρφο του πάλι την επιστολή της κυβέρνησης. Τη ξαναδιάβασε. Ναι αισθανόταν μπερδεμένος. Από τη μια η αντιστρατηγία που τον έκανε αρχηγό των όπλων της Βοιωτίας. Από την άλλη η διαταγή. Ρητή. Να θέσει τέρμα στις επελάσεις του Ομέρ Πασά του Ευρίπου. Ήταν εξωφρενικό. Με τι στράτευμα; Και ποιον να νικήσει; Τον Ομέρ Πασά, που δεν είχε κατορθώσει να τον νικήσει κανένας; Ούτε καν αυτός ο Ανδρούτσος; Γιατί του έδιναν μια τέτοια διαταγή; Μήπως ήταν παγίδα; Μήπως τον είχαν προγράψει και τον είχαν συνδέσει με τον Ανδρούτσο; Από μια άποψη, αν ακολουθούσε πιστά τη διαταγή, ήταν αυτοκτονία. Δεν είχε καμία τύχη αν ερχόταν αντιμέτωπος ευθεία με τον Ομέρ. Και με τι στράτευμα αλήθεια; Με τους λιγοστούς Δερβενοχωρίτες που του έμεναν πιστοί; Ούτε καν κι αυτός ακόμη ο αδερφός του ο Γιώργης, δεν ήταν μαζί του.
Ο Γιώργης. Ο μικρότερος αδερφός του Θανάση. Άγγελος και διάβολος μαζί. Άλλοτε μαλακός σα μπαμπάκι, άλλοτε σκληρός σα γρανίτης. Ίσως να μην υπήρχε ομορφότερος άντρας στη Βοιωτία. Δυνατός, ψηλός, γεμάτος μυς και ένα πρόσωπο σαν αρχαίος Έλληνας. Είκοσι δύο χρονών, στο απόγειο της ομορφιάς και της δύναμής του. Ενθουσιώδης, με ξεσπάσματα χαράς και οργής, ένας χείμαρρος ζωής, μια δύναμη της φύσης. Άγριος κι ερωτικός. Συχνά αδίστακτος. Γεννημένος πολεμιστής.
Μα έκανε εδώ και καιρό του κεφαλιού του. Τον παράτησε και πήγε με το Γκούρα. Πρώτα κυνήγησε μαζί του τον Ανδρούτσο και τώρα ποιος ξέρει πού βρισκόταν. Ίσως στην Ακρόπολη, ούτε πούδινε πια λογαριασμό. Καπετανάτο δικό του ο μικρός. Το τελευταίο γράμμα είχε έρθει από τις Λιβανάτες, όπου τον πληροφορούσε ότι ήταν μαζί με το Γκούρα και κυνηγούσαν τον Ανδρούτσο. Είχε οργιστεί τότε. Δεν είχε καμιά δουλειά ο μικρός αδερφός του Θανάση Σκουρτανιώτη, να κυνηγάει τον Ανδρούτσο. Δεν είχε καμιά δουλειά να έκανε αυτός πολιτική με το όνομά του. Ακολούθησε καυγάς όταν βρέθηκαν τυχαία αργότερα στη Κάζα. Ο μικρός είχε σηκώσει μπαϊράκι. Του είχε πει κατάμουτρα ότι δε ξέρει να ελίσσεται. Ότι ο Ανδρούτσος εκτός από προδότης ήταν χαμένος μια για πάντα. Δε τον ήθελε η κυβέρνηση. Τον είχαν διαγράψει και το τέλος του ήταν κοντά.
«Το μέλλον είναι ο Γκούρας! Χέστον Ανδρούτσο!» του είχε πει αυθάδικα ο μικρός.
«Δε ξέρεις τίποτα για τον Ανδρούτσο» απάντησε ο Θανάσης κι έπνιξε την ορμή να του ριχτεί. Έσφιξε τα σαγόνια του κοιτάζοντας το χώμα.
«Έπρεπε νάμουν εγώ καπετάνιος στα Δερβενοχώρια!» συνέχισε εκείνος.
Τότε κατάλαβε, ότι ο μικρός τον ζήλευε.
Πικράθηκε. Δε τούφταναν οι Μορφόπουλοι κι όλοι οι άλλοι, είχε και τον ίδιο του τον αδερφό που τον ζήλευε και του πήγαινε κόντρα. Υποχώρησε. Δεν ήθελε νάρθει στα χέρια μαζί του. Μαλάκωσε. Ήταν περισσότερο πατέρας γι’ αυτόν παρά αδερφός.
«Δε ξέρεις τίποτα για τον Ανδρούτσο» του είπε πιο μαλακά « Ο Ανδρούτσος είναι παλικάρι. Όπως δε ξέρεις και τίποτα για το Γκούρα. Από πού φύτρωσε αυτός; Ο Αντρούτσος τον έβγαλε στο κουρμπέτι και τώρα τονε κυνηγάει;»
Αλλά ο μικρός είχε μεγάλο στόμα. Δε τόβαζε κάτω.
«Και τι σου έκανε εσένα ο Ανδρούτσος ε; Στις προτάσεις για προαγωγές σε είχε απόξω! Σα να μην υπήρχες. Μόνο για τις μάχες σε ήθελε και να του κουβαλάς νερό!»
Δε απάντησε ο Θανάσης. Η αλήθεια είναι ότι είχε πικραθεί κι ο ίδιος με τον Ανδρούτσο τότε. Είχε πέσει από τα σύννεφα όταν έμαθε ότι δε τον είχε συμπεριλάβει στις προαγωγές κι ας είχε δώσει τόσες μάχες μαζί του στην Εύβοια και στη Κάρυστο κι ας είχε δείξει την αξία του. Δε μίλησε όμως. Το είχε καταπιεί. Μα ο μικρός, έξυσε την αόρατη πληγή.
«Από δω και μπρος» συνέχισε απτόητος ο μικρός «κομμένα όλα! Δουλειά σου και δουλειά μου. Μη με υπολογίζεις!»
Τον είδε ν’ απομακρύνεται και κάτι κόπηκε μέσα του. Ο Γιώργης προσπαθούσε ν’ ανοίξει τα φτερά του μα τον πότιζε δηλητήριο. Τον ήθελε δίπλα του τον Γιώργη. Μόνο μαζί θα έκαναν πολλά και θα γίνονταν μεγάλοι. Γιατί τόλεγε η καρδιά του μικρού. Ήταν γενναίος. Γεννημένος πολεμιστής. Μα πάνω απ’ όλα ο μικρός του αδερφός. Τον αγαπούσε.



*μπουλουξής: Υπαξιωματικός. Ικανός σε άμεση διαταγή να συγκεντρώσει και να διευθύνει 10 με 15 άντρες.