ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Μία επιστολή του Αθ. Σκουρτανιώτη στο Βουλευτικό


Δημοσιεύουμε σήμερα, μία από τις επιστολές του καπετάνιου προς το Βουλευτικό. Μέσα από αυτήν, αντιλαμβανόμαστε εκτός από τις άλλες δυσκολίες, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε επισιτισμού των ανδρών του. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια, το κύρος κάθε καπετάνιου, εξαρτιόταν από το αν μπορούσε να σιτίσει τους άντρες του και να τους δώσει έναν μικρό μισθό να στέλνουν στις οικογένειές τους. Εάν κάποιος καπετάνιος, δεν κατόρθωνε να χορηγήσει αυτά τα απαραίτητα στους άνδρες του, εκείνοι έφευγαν και πήγαιναν σε άλλον καπετάνιο.


Πηγή: Γενικά αρχεία του κράτους

''Προς την Υπερτάτην Βουλήν απονέμω
την δουλικήν μου προσκύνησιν

Σας ειδοποιώ ότι κατά την ογδόην του τρέχοντος, μας ηκολούθησεν
.........(μη αναγνώσιμο) τους εχθρούς και εκάμαμεν, ένα ακροβολισμόν, πεισματώδην με αυτούς, όπου σχεδόν δεν εδούλευον άρματα, μόνον χέρια μαχαίρια, κατά τον Ανηφορίτην, όθεν τους εβοήθησεν η τύχη, όπου είμαθε πλησίον και ακούοντες από Εύριπον, τους κρότους, έδραμον και τους ελευθέρωσαν και ημείς ετραβήχθημεν εις τα σύνορά μας, διορίζοντες προφυλακάς, να φυλάττουν και να έχωμεν ειδήσεις. Στας δώδεκα του παρόντος, ανεχώρησα και ήλθον εις Μέγαρα με απόφασιν να έλθω προς την Σεβαστήν μας Βουλήν, να ομιλήσω τα παράπονά μου, βιαζόμενος και από τους εδικούς μου Έλληνας ζητώντας τους ελουφέδες τους (μισθούς) και τα γεμεκλίκια (τρόφιμα, πολεμοφόδια, ζωοτροφές). Τρίτη ευρισκόμενος εις Μέγαρα, μου ήλθεν είδησις ότι να επιστρέψω οπίσω, επειδή ευγήκαν οι Τούρκοι από τον Εύριπον και έστησαν τα Τζαντήρια τους, από Βλύχες έξω έως τα Χάλια, και είναι αυτού, λοιπόν δεν ηξεύρει τινάς που είναι ο σκοπός τους, διά την Θήβαν πάλιν είναι, διά πάνω μελετούσιν, ουδείς γιγνώσκει. Λοιπόν αφού εμποδίσθην, γράφω και στέλλω τον αδελφόν μου με τον παπά (εννοεί η τον Παπαδιπλό τον συμπατριώτη του η τον παπα Γιώργη Παπαϊωάννου από το Δερβενοσάλεσι) και παρακαλώ θερμώς, οπού να κάνετε τον τρόπον να μας προφθάσετε τόσον τα γεμεκλίκια (τρόφιμα) όσον και για τους ελουφέδες, επειδή και με στενοχωρούν πολλά καθεκάστην ημέραν, μόνον μας γελάς με το σήμερον και αύριον και δεν μας δίδεις τίποτε, πλην επειδή και μας είπες ότι να έχωμεν υπομονήν, ωστε να έλθη η είδησις από την Σεβαστήν μας Διοίκησιν υπομένομεν και τώρα λοιπών παρακαλώ, να μην μας αφήσετε περίλυπους αγκαλά και τραβηχτούν οι Τούρκοι διά απάνω και θέλω έλθει και μόνος εις προσκύνησίν σας και σας ομιλώ και εκ στόματος τα δέοντα. Ταύτα και μένω


αωκδ Σεπτεμβρίου ιδ

Από Μέγαρα

Όλως εις τας επιταγάς Υμών

Αθανάσιος Σκουρτανιώτης